- βουβων
- βουβών-ῶνος ὅ1) тж. pl. пах Hom., Arst., Plut., Luc.2) опухоль в паху, бубон Arst.3) membrum virile Men.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βουβών — groin masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβῶνα — βουβών groin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβῶνας — βουβών groin masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβῶνες — βουβών groin masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβῶνι — βουβών groin masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβῶνος — βουβών groin masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβῶσι — βουβών groin masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβῶσιν — βουβών groin masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβώνεσσιν — βουβών groin masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβώνων — βουβών groin masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδένας — ο (Α ἀδὴν –ένος, η και ο) επιθηλιακό όργανο του οργανισμού, στο οποίο καταλήγουν αγγεία που εκκρίνουν υγρό κατάλληλο για τη λειτουργία του (κν. γλυκάδι, ελιά, γαργαλήθρα). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀδήν, αρχικά θηλ. γένους (η ἀδήν), ανάγεται σε ΙΕ ρίζα*… … Dictionary of Greek